θύμασι

θύμασι
θύ̱μασι , θῦμα
victim
neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • PAN — quem pastorum, venatorumque Deum, et universae vitae rusticanae praesidem crediderung antiqui, cuius fil. fuerit, non satis constat. Homer. in Hymnis, Mercurii filium facit: Ε῾ρμείαο φίλον γόνον ἔννεπε Μοῦσα, Αἰτοπόδην, δικέρωτα, φιλόκροτον.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ευπαραμύθητος — εὐπαραμύθητος, ον (Α) 1. αυτός που εξιλεώνεται εύκολα («θεοὶ δ εὐπαραμύθητοι εἰσὶ θύμασι καὶ εὐχαῑς», Πλάτ.) 2. αυτός που παρηγοριέται εύκολα 3. αυτός που αποδεικνύεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα μυθητός (< παρα μυθούμαι «προτρέπω,… …   Dictionary of Greek

  • ουλοθυτώ — οὐλοθυτῶ, έω (Α) προσφέρω πλήρη ή τέλεια θυσία ή, κατά τον Ησύχ., πασπαλίζω με χονδροαλεσμένο κριθάρι το θύμα πριν από τη θυσία («οὐλοθυτεῑν κριθὰς ἐπιχέειν τοῑς θύμασι», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλαί «κριθάρι που πασπάλιζαν στα ζώα πριν από τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”